άφρακτος

άφρακτος
και -χτος, -η, -ο (AM ἄφρακτος, -ον, Α και ἄφαρκτος, -ον)
απερίφρακτος, ξέφραγος
αρχ.
1. ανοχύρωτος, αφρούρητος, αφύλαχτος
2. (για άλογα ή ιππείς) αυτός που δεν έχει αρματωθεί
3. ασυγκράτητος
4. (για ανθρώπους) αυτός που δεν περιστοιχίζεται ή δεν προστατεύεται από φίλους
5. (για όργανα) εκείνος που δεν έχει πάθει απόφραξη
6. (για πλοία) «ἄφρακτοι νῆες» — χωρίς υπερυψωμένα θωράκια ώστε να προστατεύεται όλο το πλήρωμα των ερετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + φρακτός < φράσσω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἄφρακτος — unfenced masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄφρακτον — ἄφρακτος unfenced masc/fem acc sg ἄφρακτος unfenced neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφρακτότεροι — ἄφρακτος unfenced masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφράκτοις — ἄφρακτος unfenced masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφράκτου — ἄφρακτος unfenced masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφράκτους — ἄφρακτος unfenced masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφράκτων — ἄφρακτος unfenced masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφράκτῳ — ἄφρακτος unfenced masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄφρακτα — ἄφρακτος unfenced neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄφρακτοι — ἄφρακτος unfenced masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”